δωδέκατος

δωδέκατος
δωδέκᾰτος, η, ον,
A twelfth, Il.24.781, etc.; δ. τόκοι, 8 1/3%, SIG364.74 (Ephesus, iii B. C.), etc.:—[dialect] Ep. [pref] δυωδ-, Il.1.493, etc.
II δωδεκάτη, , = Χόες, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δωδέκατος — twelfth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδέκατος — η, ο (AM δωδέκατος, η, ον) αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος») νεοελλ. 1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή 2. (τυπογρ.)… …   Dictionary of Greek

  • δωδέκατος — η, ο αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό δώδεκα: Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος μήνας του χρόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δεκέμβριος — Δωδέκατος και τελευταίος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ο δέκατος μήνας (από όπου και η ονομασία του: decen = δέκα) του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, που άρχιζε την 1η Μαρτίου. Στις πρώτες λατινικές κοινότητες… …   Dictionary of Greek

  • δυωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg (epic) δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάτω — δωδέκατος twelfth masc/neut nom/voc/acc dual δωδέκατος twelfth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάτων — δωδέκατος twelfth fem gen pl δωδέκατος twelfth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυωδεκάτη — δωδέκατος twelfth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυωδεκάτην — δωδέκατος twelfth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυωδεκάτης — δωδέκατος twelfth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”